30 Ιανουαρίου 1923-30 Ιανουαρίου 2023
100 χρόνια από την υπογραφή της Σύμβασης
για την Ανταλλαγή των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών
Άρθρο του κ Θεόδωρου Ρωμανίδη
30 Ιανουαρίου 1923-30 Ιανουαρίου 2023
100 χρόνια από την υπογραφή της Σύμβασης
για την Ανταλλαγή των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών
Άρθρο του κ Θεόδωρου Ρωμανίδη
Η Σύμβαση για την Ανταλλαγή Πληθυσμών, που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, είναι μέρος της συνθήκης της Λωζάννης που υπογράφτηκε στη Λωζάννη στις 24 Ιουλίου 1923. Στην πόλη αυτή ης Ελβετίας, αντιπροσωπείες της Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας, με «φιλική» συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, Σοβιετικής Ένωσης και η Βουλγαρίας, διαβουλεύτηκαν επί οκτώ μήνες προκειμένου να διευθετηθούν όλα τα εκκρεμή θέματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το αποκορύφωμα του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» αποτέλεσε το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας που υπογράφθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923, το οποίο στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάνης δυνάμει του άρθρου 142 της τελευταίας.
Οι ανταλλάξιμοι έλληνες το 1923 ήταν η μικρότερη ομάδα, 189.916. Οι Τούρκοι οι οποίοι αναγκάστηκαν σε εκπατρισμό ήταν 355.635( κάποιοι είχαν επίσης αποχωρήσει πριν) και η έξοδός τους ήταν πιο οργανωμένη.
Η ανταλλαγή δεν βασίστηκε πάνω στο κριτήριο της εθνότητας αλλά στο κριτήριο του θρησκεύματος που για την Τουρκική πλευρά αποτελούσε κριτήριο εθνότητας. Ούτε επέτρεπε το κριτήριο του αυτοπροσδιορισμού. Το κριτήριο επιβλήθηκε.
Στο άρθρο 1 της Σύμβασης διαβάζουμε:.
«Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών
εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών.
Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της
Ελληνικής Κυβερνήσεως.»
Από τον 8ο αιώνα π.Χ. η παρουσία των Ελλήνων στην Μικρά Ασία. Το μαρτυρούν ο πλούτος των μύθων, αργοναυτική εκστρατεία-χρυσόμαλλο δέρας- αμαζόνες, Προμηθέας, κ.α., οι καταγραφές ιστορικών, Ξενοφών –«θάλαττα- θάλαττα», Όμηρος- «Τρωϊκός Πόλεμος» τα ονόματα δεκάδων πόλεων σε κάθε γωνιά της Μικράς Ασίας και τα ερείπια αρχαίων ελληνικών πόλεων, Τροία-Έφεσος-Μίλητος-Τραπεζούντα, κ.α. όπου τα πεσμένα στο έδαφος μάρμαρα με τις λαξευμένες επιγραφές «αντιστέκονται» στην προσπάθεια σφετερισμού της καταγωγής τους.
Η συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε ένα ορόσημο για τον Ελληνισμό, ο οποίος αφού δολοφονήθηκε μαζικά, στον Πόντο, στη Θράκη, την Καππαδοκία, την Ιωνία, όσοι Έλληνες παρέμειναν και παρότι προστατευόταν από τη Συνθήκη αυτοί διώχθηκαν ξανά. Σήμερα πια δεν έχουν παρά λίγοι Έλληνες στην Τουρκία για να θυμίζουν τη Λωζάννη, και κάποιες χιλιάδες Έλληνες μουσουλμάνοι στον Πόντο, οι οποίοι κατά τραγική τύχη δεν είχαν συμπεριληφθεί στις διαπραγματεύσεις.
Η συντριπτική πλειονότητα του προσφυγικού πληθυσμού, δηλαδή 638.253 άτομα (ποσοστό 53%), εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία, αρχικά κυρίως στις περιοχές που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Η βίαιη αναγκαστική μετανάστευση των περισσοτέρων Ελλήνων προσφύγων μετέβαλε τον εθνικό χαρακτήρα ολόκληρων επαρχιών.
Η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε ένας άθλος. Ένας άθλος αδιανόητος για οποιοδήποτε πλούσιο σημερινό κράτος. Στην Πατρίδα μας η υποδοχή των ξεριζωμένων αδελφών μας έγινε με τόσο φυσικό και αβίαστο τρόπο που δεν θεωρήθηκε επίτευγμα και αγνοήθηκε ακόμη και από τους επίσημους έλληνες ιστοριογράφους και τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων.
Καθόλου κολακευτική δεν ήταν η συμπεριφορά πολλών γηγενών κατοίκων απέναντι στους πρόσφυγες. Μια λογική ερμηνεία του αρνητικού κλίματος της εποχής εκείνης μας δίνει ο πρώην πρωθυπουργός Π. Κανελλόπουλος: «Το πολιτικό πάθος, οι κομματικοί φανατισμοί έκαναν μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, που είχε από το 1915 διχασθεί, να μην αντικρύσει με συμπάθεια τους “πρόσφυγες”, όταν τα αδυσώπητα κύματα της Ιστορίας τους έριξαν επάνω στα βράχια της Ελλάδος. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Αν και ήμουν τοποθετημένος οικογενειακά στη μερίδα εκείνη, δεν συμμερίσθηκα ούτε στιγμή και ξέρω πολύ καλά, ότι και πολλοί άλλοι της ίδιας “παρατάξεως” δεν συμμερίσθηκαν - την αθέλητη αυτή διαστροφή, που έχει, ωστόσο, την ιστορική της εξήγηση»
Πολύ παραστατικά περιγράφει τη συμπεριφορά των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες ο μεγάλος λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης, Γιώργος Ιωάννου: «Οι εδώ πληθυσμοί, οι ντόπιοι, οι εντός των ορίων του ελεύθερου κράτους γεννημένοι και εγκαταστημένοι δε δέχτηκαν καθόλου μ’ ευχαρίστηση τους πρόσφυγες. Τους είδαν σαν ορδές, που ήρθαν να τους πάρουν γη, σπίτια και δουλειές. Αυτά τα αισθήματα αναπτύχθηκαν κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα, Θεσσαλονίκη ειδικότερα, όπου κατέφυγε το μεγαλύτερο μέρος της προσφυγιάς και όπου η πρόσφατη αποχώρηση των τουρκικών πληθυσμών είχε αφήσει αμύθητες ακίνητες περιουσίες. Τις περιουσίες αυτές, τις ροκάνιζαν ήδη και ετοιμάζονταν να τις αποχωνέψουν οι εντόπιοι, οι δυτικομακεδόνες, οι διάφοροι δήθεν μακεδονομάχοι και οι παλαιοελλαδίτες αξιωματικοί, χωροφύλακες, δημόσιοι υπάλληλοι – με ένα λόγο οι ελευθερωτές. Όλοι αυτοί λύσσαξαν με τους πρόσφυγες, τους φτωχούς και ελεεινούς κυρίως τους απομάκρυναν, τους έκλεισαν κατάμουτρα τις πόρτες, τους γκετοποίησαν, τους απομάκρυναν κοινωνικά και προπαντός προσπάθησαν να τους συντρίψουν ψυχικά»
Σήμερα η Ελλάδα είναι υπερήφανη για το αδικημένο κομμάτι του ελληνισμού που δέχτηκε στους κόλπους της: «Κατέχομαι από θαυμασμό για τη δημιουργική δραστηριότητα των ξεριζωμένων σε όλους τους τομείς, για την προσφορά των προσφύγων στην οικοδόμηση μιας πιο μεγάλης και πιο φωτεινής Ελλάδος» γράφει ο πολιτικός Κ. Καλλίας.